ἡνιοχικῇ

ἡνιοχικῇ
ἡνιοχικός
of
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡνιοχική — ἡνιοχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνιοχικός — ή, ό (AM ἡνιοχικός, ή, όν) [ηνίοχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική η τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμα μσν. αρχ. ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”